χιμπατζής

χιμπατζής
(pαn troglodytes). Κατάρρινος πίθηκος της οικογένειας των ανθρωπόμορφων. Όρθιος έχει ύψος περίπου 1,50 μ. ο αρσενικός και 1,25 ο θηλυκός. Έχει μεγάλο κεφάλι, ανεπτυγμένο, σε σχέση με το κρανίο, το μπροστινό τμήμα του προσώπου, μικρά μάτια με βαθιές κόγχες, πλατιά ρουθούνια, μεγάλο στόμα με λεπτά χείλη, ισχυρή οδοντοφυΐα με τονισμένους τους κυνόδοντες, και αφτιά με ευρύ πτερύγιο, που δεν προσκολλάται στο κρανίο. Τα μπροστινά άκρα είναι μακρύτερα από τα πίσω και έχουν όλα μεγάλη συλληπτική ικανότητα. Όλο το σώμα, εκτός από το ρύγχος, τις παλάμες και τα πέλματα, καλύπτεται από πυκνό τρίχωμα. Οι χ. ζουν στα πλούσια σε νερά δάση της κεντρικής Αφρικής σε πολυμελείς οικογένειες, που αποτελούνται από ένα αρσενικό, αρκετά θηλυκά και πολλά παιδιά τους. Δεν έχουν μόνιμη διαμονή, αλλά περιπλανώνται από ζώνη σε ζώνη σταματώντας τη νύχτα στα δέντρα, όπου σε λίγα λεπτά κατασκευάζουν στερεές εξέδρες από κλαδιά και φύλλα. Προτιμούν τη δεντρόβια ζωή, μολονότι τρέχουν ταχύτατα στο έδαφος, πατώντας στα 4 άκρα τους. Η κύησή τους διαρκεί 9 μήνες και γεννούν πάντοτε ένα μικρό βάρους 1,5 κιλού, το οποίο συμπληρώνει την ανάπτυξή του σε 7-8 χρόνια. Σπάνια ζουν περισσότερο από 45-50 χρόνια. Οι χ. έχουν περισσότερες νοητικές ικανότητες από όλους τους πιθήκους, εξημερώνονται εύκολα και μπορούν να διδαχτούν, γι’ αυτό είναι περιζήτητοι από μουσεία, ζωολογικούς κήπους, τσίρκα και ιδιώτες, και δέχονται αμείλικτο κυνήγι εξαιτίας του οποίου έχουν ελαττωθεί πάρα πολύ και γι’ αυτό προστατεύονται με αυστηρές διατάξεις. Χιμπατζής (pαn troglodytes): και ο πίθηκος αυτός τείνει να εξαφανιστεί από το αμείλικτο κυνήγι. Χιμπατζής. Το ύψος του φτάνει περίπου 1,50 μ. ο αρσενικός και 1,25 μ. ο θηλυκός (φωτ. ΑΠΕ).
* * *
ο, Ν
1. ζωολ. κοινή ονομασία τού ανθρωποειδούς πιθήκου Pan troglodytes, τής οικογένειας pongidae, ο οποίος ζει στα δάση και στις σαβάνες τής τροπικής Αφρικής, από την Γκάμπια μέχρι την Τανζανία, και χαρακτηρίζεται από τον ανεπτυγμένο ψυχισμό του
2. μτφ. πολύ άσχημος άνθρωπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. chimpanzee < chimpenzi / kimpenzi, διαλ. τ. τής γλώσσας τού Κονγκό].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κατοίκια — Κάθε φυσικό καταφύγιο ή τεχνητό κτίσμα, όπου διαμένει ο άνθρωπος μόνιμα ή προσωρινά. Οι τύποι κ. διαφέρουν ανάλογα με τη γεωγραφική περιοχή και τις ιστορικές περιόδους και εξαρτώνται από πολυάριθμους παράγοντες, σπουδαιότεροι από τους οποίους… …   Dictionary of Greek

  • κατοικία — Κάθε φυσικό καταφύγιο ή τεχνητό κτίσμα, όπου διαμένει ο άνθρωπος μόνιμα ή προσωρινά. Οι τύποι κ. διαφέρουν ανάλογα με τη γεωγραφική περιοχή και τις ιστορικές περιόδους και εξαρτώνται από πολυάριθμους παράγοντες, σπουδαιότεροι από τους οποίους… …   Dictionary of Greek

  • παν — I Ελληνική θεότητα, το πεδίο δράσης, της οποίας –ο άγριος κόσμος των ποιμένων– ήταν παρόμοιο με εκείνο του Ερμή, τον οποίου θεωρούνταν γιος. Περισσότερο δαίμων παρά θεός, είχε ζωώδη χαρακτηριστικά (παριστανόταν με κέρατα και κατσικίσια πόδια:… …   Dictionary of Greek

  • εξέλιξης, θεωρία της- — Θεωρία κατά την οποία όλα τα αντικείμενα του σύμπαντος έχουν υποστεί, με την πάροδο του χρόνου, μεταμορφώσεις σύμφωνα με μια φυσική διαδικασία εξέλιξης που τα οδήγησε βαθμιαία από μια αρχέγονη, ομοιογενή και αδιαφοροποίητη κατάσταση, σε… …   Dictionary of Greek

  • τρωγλοδύτης — ο θηλ. ισσα 1. αυτός που κατοικεί σε τρώγλη, σε σπηλιά. 2. είδος πιθήκου, ο χιμπατζής. 3. το μικρό πουλί «τρυποφράχτης» …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”